- γυμνασιαρχείο(ν)
- το кабинет директора гимназии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γυμνασιαρχείο — το γραφείο τού γυμνασιάρχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνασιάρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1821 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek